- σφαλερός
- -ή, -ό / σφαλερός, -ά, -όν, ΝΜΑνεοελλ.εσφαλμένος, λανθασμένοςμσν.-αρχ.1. αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός2. ασταθής, αβέβαιος («ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», Πλάτ.)3. μτφ. επισφαλής, επικίνδυνος («τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν», Ηρόδ.).επίρρ...σφαλερώς / σφαλερῶς ΝΜΑ, και σφαλερά Ννεοελλ.με εσφαλμένο τρόπο ή σε εσφαλμένη βάσηαρχ.1. με τρόπο ασταθή, αβέβαιο («σφαλερῶς ὑγιαίνειν», Γαλ.)2. με επικίνδυνο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάλλω* + επίθημα -ερός (πρβλ. στυγ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.